- κωθωνοποιός
- κωθωνο-ποιός, ὁ, κώθων-A maker, Dinarch.Fr.89.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωθωνοποιός — κωθωνοποιός, όν (Α) [κώθων] αυτός που κατασκεύαζε κώθωνες … Dictionary of Greek
κωθωνοποιόν — κωθωνοποιός maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)